- κλυτόπαις
- κλυτόπαις, -αιδος ο, η (AM)1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά2. διάσημος για τα παιδιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενό-παις, ουρανό-παις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυτόπαιδα — κλυτόπαις famous for one s children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek